τάνυς

τάνυς
-υος, ἡ, ΜΑ
βλ. τάνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • тонкий — укр. тонкий, др. русск. тънъкъ (Изборн. Святосл. 1073 г., Жит. Нифонта; см. Соболевский, Лекции 90), ст. слав. тьнъкъ . λεπτός (Супр.), цслав. тьность λεπτότης, истьнити λεπτῦναι, болг. тънък (Младенов 644), сербохорв. та̏нак, нка, словен. tenǝ̀k …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • τάνη — και τάνυς, υος, ἡ, Α είδος δένδρου με λευκά κλαδιά που μοιάζει με την άμπελο …   Dictionary of Greek

  • τάνυμαι — Α εκτείνομαι, τεντώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται στο γ εν. πρόσωπο τάνυται, έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τα τής ρίζας *ten (βλ. λ. τείνω) με ενεστωτικό έρρινο ένθημα νυ (πρβλ. δείκ νυ μι) και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ …   Dictionary of Greek

  • ταναηχέτης — και ποιητ. τ. ταναηχέτα και δ. γρφ. τανυηχέτα, ὁ, Α αυτός που ηχεί δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα ηχέτης < ταναός* «υψηλός», ενώ ο τ. τανυ ηχέτα < αμάρτυρο επίθ. *τανύς (βλ. λ. τάνυ μαι και τείνω) + ἠχέτης* (< ἠχή/ἠχώ)] …   Dictionary of Greek

  • τανεία — η, ΝΑ (στην αρχ. μόνο στον πληθ. αἱ τανεῑαι) επιμήκης δοκός χρήσιμη στη ναυπηγική και στην οικοδομική, κν. σήμερα μακρυνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. τανεῖαι (μόνο στον πληθ.) είναι ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του αμάρτυρου επιθ. *τανύς (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • τανηλεγής — ές, ΜΑ μσν. φρ. «τανηλεγὴς ὕπνος» ο θάνατος (Νικ. Χων.) αρχ. (για τον θάνατο) αυτός που προκαλεί πολλά μοιρολόγια ή, κατ άλλους, ο πολύ οδυνηρός. επίρρ... τανηλεγέως Α με πολλά μοιρολόγια ή με πολύ ψυχικό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. μαρτυρείται μόνο… …   Dictionary of Greek

  • τανυήλιξ — ήλικος, ὁ, ἡ, Α ο προχωρημένης ηλικίας, πολύ γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + ήλιξ (< ἧλιξ, ικος «συνομήλικος»), πρβλ. μεσ ῆλιξ. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι] …   Dictionary of Greek

  • τανυγλώχις — ή τανυγλώχιν, ινος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει επιμήκη και οξεία αιχμή, ο πολύ αιχμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + γλωχίς / γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. πολυ γλώχιν). Για το θ. τού α συνθετικού βλ, και λ.… …   Dictionary of Greek

  • τανυηχής — και δωρ. τ. τανυαχής, ές, Α αυτός που ηχεί σε μεγάλη απόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + ηχής (< ἠχή «ήχος»), πρβλ. πολυ ηχής. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι] …   Dictionary of Greek

  • τανύγληνος — ον, ΜΑ αυτός που έχει μεγάλα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + γληνος (< γλήνη «κόρη οφθαλμού»), πρβλ. πολύ γληνος. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”